Το έχω πει και το έχω γράψει πολλές φορές, γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του 40, τα βιώματα μου είναι άσχημα. Χρόνια δύσκολα. Οι καταστάσεις, κυριολεκτικά ανυπόφορες. Εφιαλτικές θα έλεγα που δεν θέλω ούτε στην μνήμη μου να έρχονται. Νόμιζα πως αυτοί οι καιροί δεν θα ξανά επέστρεφαν. Πόσο μεγάλο λάθος έκανα. Πόσο έξω έπεσα, με όσα ζούμε και βιώνουμε σήμερα. Μέρες απίστευτες. Μέρες τραγικές ενός φονικού, ακήρυχτου και ύπουλου πόλεμου! Μέρες φόβου και απόγνωσης με άγνωστο αύριο. Ημέρες καραντίνας κορονοϊού!
Απομονωμένοι, κλεισμένοι μέσα σε τέσσερεις τοίχους, με αδυναμία να δεις, να αγκαλιάσεις και να φιλήσεις τα εγγόνια και τα παιδιά σου. Μόνος σου εσύ και ο εαυτός σου.
Μοναδική παρέα, λίγα καλά βιβλία και η πλανεύτρα βασανιστική τηλεόραση να σε βομβαρδίζει καταιγιστικά με μακάβρια νούμερα κρουσμάτων – διασωληνωμένων και νεκρών! Παίρνουν οι φίλοι μου να ρωτήσουν τι κάνω και τους απαντώ πως είμαι ένα τετράμηνο στη ράδα του Μπαντάρ Αμπάς, χωρίς τίποτε το… νεότερο !
Τα εγγόνια μου κλαίω. Στην πιο όμορφη και τρυφερή ηλικία, απομονωμένα σε ένα διαμέρισμα, με κλειστά σχολεία. Χωρίς μάθηση, παιδικές χαρές και φως ηλίου!
Δύσκολα τα παιδικά μου χρόνια, μα πόσο διαφορετικά από σήμερα. Τότε, στο χωριό μου, την «Ναυτομάνα» Λαγκάδα της Χίου, σαν έπεφτε ο ήλιος, μαζεύονταν, γύρο από μια γκαζόλαμπα, όλο το σόϊ. Όλη η γειτονιά. Για την καθημερινή «Βεγγέρα». Σαν τέλειωναν όλα τα σχόλια και τα καμώματα, της ημέρας, άρχιζαν να ξεσκέπαζουν αναμνήσεις και ιστορίες μιας άλλης εποχής, που άκουσαν ή έζησαν. Το αμυδρό φως έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο μυστηριώδη. Δεν υπήρχε ούτε στην σκέψη, ηλεκτρικό φως. Από νωρίς, σκοτείνιαζε. Ο κόσμος κλείνονταν στα κοντινά σπίτια της γειτονιάς!
Εποχές γενικής άγνοιας. Ριζωμένου φόβου και βαθιάς δεισιδαιμονίας. Σκόπιμα, λόγω αποτροπής, διέδιδαν ψέματα, ώστε ορισμένα μέρη (κτήματα , περάσματα, πηγάδια ή πηγές), να θεωρούνται τρομακτικά και απόκοσμα. Στην πραγματικότητα, σκαρφίζονταν ιστορίες φόβου για να αποτρέψουν την πρόσβαση του κάθε παρείσακτου στα κτήματα τους, ειδικά την νύκτα.
Ιστορίες με στοιχειωμένα δέντρα, τρίστρατα ή γεφύρια. Αράπηδες, γουρούνες με γουρουνάκια, φαντάσματα, αερικά και σφαντά (φαντάσματα). Οποιαδήποτε σκιά, ήχος, λαμπερό φως, τριγμός, κουκούρισμα κ.α. τρόμαζαν, έσπερναν φόβο και λάβαιναν μυθικές διαστάσεις. Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα, δεν υπήρχε περίπτωση άρνησης των γεγονότων ή προβληματισμός για την ορθότητα. Και αν ποτέ κάποιος αμφισβητούσε τα λεγόμενα, έπεφταν όλοι επάνω του. «Μα το άκουσα από την Μάνα μου ή τον θείο μου ή τον κύριο τάδε πούναι σεβάσμιος άνθρωπος» . «Μααα… Εμείς οι σημερινοί γιατί εν βλέπουμενε τίποτις ;». «Τότες που τα βλέπανε ο κόσμος ήτανε πιο αγνός και τίμιος …» Οπότε έπαυε κάθε άλλη σκέψη για αμφισβήτηση.
Έχω αναφέρει για φόβητρα με θύματα τα παιδιά και θύτες τις γιαγιάδες (π.χ Την «Σεντονού», τον «Μεσημεριανό», τον «Καλοκαιρινό», το «Τακουνάκι», τα «λαγουδάκια», τον «ατσίγγανο» ως και το «βαρέλι του Οβριού με τα καρφιά». Αυτό όμως που κυριαρχούσε ήταν οι «Γελούδες» (αλλού Αγελλούδες).
Ειδικά σε εμένα για αρκετά χρόνια ήταν σημείο αναφοράς, μια και όλα τα μέλη της ράτσας μου, από την πλευρά του Πατέρα της Μητέρας μου, βεβαίωναν την αλήθεια των ιστοριών.
Έλεγαν πως το βασίλειο των «Γελούδων», ήταν στο «κουφό πηγάδι». Κτήμα ιδιοκτησίας, τότε, Παντελή Μπουσσέ – «Λαγός», (Παππούς της Μητέρας μου). Αράδιαζαν κάμποσες ιστορίες, με κατά καιρούς, παθούσες της γενιάς των Μπουσσέδων. Ήταν λέει κάποτε, μια πανέμορφη κόρη, η οποία, σε μια επίσκεψη στο κτήμα τους, έμεινε άλαλη και με κατακόκκινη τη μια πλευρά του προσώπου της. Μετά από πάροδο ημερών, όταν συνήλθε, ζήτησε χαρτί και μολύβι και περιέγραψε το συμβάν «Άκουσε δυο γυναίκες να συζητούν έντονα. Η μια έλεγε, με θαυμασμό. Τη όμορφη κόρη. Θα την βλάψω. Η άλλη ικέτευε. ‘Αστην να χαρεί την ομορφιά της. Κρίμα είναι να τη βλάψεις». Η κοπέλα γύρισε πίσω να δει ποιες ήταν. Πρόλαβε να δει δυο λευκοντυμένες οπτασίες να ίπτανται λίγο πάνω από το έδαφος. Με μιας όμως ένοιωσε ένα δυνατό κτύπημα στο μάγουλο. Έχασε για πάντα τη μιλιά της. Την έτρεξαν στη Χώρα σε γιατρούς. Τίποτα! Λίγο αργότερα αφότου έγραψε το πάθημα της, πέθανε.
Η παράδοση θέλει να φιλονικούν πάντα η κακή Βασίλισσα με την καλή συνοδό της. Μετά από αμέτρητες τέτοιες ιστορίες κατάλαβαν ότι οι πρωτότοκες κόρες της οικογένειας Μπουσσέ, ήταν ανεπίτρεπτο να εισέρχονται έστω και για λίγο στο κτήμα τους. Η τελευταία παθούσα, ήταν η Ξενιώ Πάσσα (Μπουσσέ),γιαγιά της συζύγου μου. Έχασε το μάτι της στο «κουφό πηγάδι» (μέσα σε μια στιγμή άσπρισε ο βολβός). Πέθανε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Οι γονείς της μητέρας μου, ποτέ δεν της επέτρεψαν να περάσει έστω και μακριά από το κτήμα. Ο παππούς και οι γιαγιά της, την διαβεβαίωναν ότι όποτε έπρεπε να κοιμηθούν στο μικρό καλύβι που είχαν στο κτήμα, όλη την νύχτα έπρεπε να ανάβει φως και φωτιά και το καντήλι. Για να αποτρέπουν τις γελούδες να μπουν μέσα και να τους κάνουν κακό. Έλεγαν ότι όλο το βράδυ τα ξωτικά, έκλαιγαν σπαρακτικά και τους παρακαλούσαν να ανοίξουν να τις πάρουν μέσα. Σταυροκοπούμενοι, αδιάκοπα ψιθύριζαν «Ιησούς Χριστός Νικάει και Όλα τα Κακά Σκορπάει». Κάποτε δε σε μια βραδιά συνεχούς ενόχλησης, η γιαγιά της Δροσιά, (Φύκαρη – Καμπούραινα) πείρε στα χέρια της το καντήλι και με αυτό έκανε τρις φορές το σημείο του Σταυρού. Την Τρίτη φορά, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος τον οποίο ακολούθησε απόλυτη σιγή. Σταυροκοπήθηκαν και οι δυο. μεμιάς είπε ο παππούς «Να που τώρα πια έσκασε το κακό»! Ό προπάππος μου Παντελής Μπουσσές (Λαγός), σύμφωνα με την επιθυμία του, τάφηκε μέσα στο κτήμα του!
Πέρα από τις Γελούδες και τις Αγελούδες, Υπάρχουν αναφορές και για «Γιαλούδες» σε αρκετά νησιά του Αιγαίου μας. Αναφορά για Gelludes, υπάρχει και στην Καταλανική γλώσσα, στον «Πειρασμό του Saint Antoine». Επίσης στην Κρήτη αναφέρουν φάντασμα με την ονομασία «Γελλώ».
Αυτό το κακό ξωτικό ήταν γνωστό από τα βάθη των αιώνων, μια και το αναφέρει η «Σαπφώ», «Γελλούς παιδοφιλωτέρα», αφορά γυναίκα που πέθανε κατά τον τοκετό. Έγινε δαιμονικό που έβλαπτε τα παιδιά και ήταν πραγματικό φόβητρο των μανάδων κυρίως των Μεσαίωνα. Την αναφέρουν η «Σούδα», ο Ησύχιος, ο Ζηνόβιος, ο Μιχαήλ Ψελλός ο Νικηφόρος Κάλλιστός Ξανθόπουλος.
Πιθανά όμως η ονομασία «Γελλώ», μας αφήνει να εννοήσουμε δαιμονική ύπαρξη, με τρομακτικό γέλιο ευχαρίστησης από το κακό που πραγματοποιεί.
Τέλος πάντων, οι μέρες που ζούμε είναι τραγικές και κυρίως για τα μικρά παιδιά. Νιώθουν την άσχημη κατάσταση των γονιών τους. Το φάσμα της επιβίωσης. Ζουν στο πετσί τους την φτώχια την ανεργία που δέρνει τα σπιτικά τους, οπότε σε ένα πράγμα είναι τυχερά απέναντι σε εμάς. Ότι εδώ και αρκετά χρόνια δεν ακούν από τους δικούς τους, ιστορίες και πλάνες με τις οποίες μεγαλώσαμε εμείς. Τα φοβίζει μόνο η σκληρή πραγματικότητα.
Ας ανδρωθούν με γνώμονα την αλήθεια και ας αγωνιστούν για ένα καλύτερο αύριο. Για έναν κόσμο καλύτερο και όχι ψεύτικο και δύσμοιρο όπως άθελα μας του παραδίνουμε εμείς … !
Μιχάλης Γ. Καριάμης
Λαγκαδούσης / Βορειοχωρούσης